-
1 ζέστη
η1) тепло; жара, зной;μέρα με φοβερή ζέστη — знойный день;
βαστάω ζέστη — сохранить тепло, согревать;
κάνει ζέστη — жарко;
πιάνουν οι ζέστες — начинается жара;
έπεσε η ζέστη — жара спала;
με τη ζέστη — при жаре, во время жары;
2) жар, лихорадка, температура;τον έπιασε (τούπεσε) η ζέστη — у него начался (кончился) жар, температура подскочила (упала)
См. также в других словарях:
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Νικήτας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γότθος ευγενής, που καταγόταν από την Π/Λέρα από τον Ίστρο περιοχή. Μαρτύρησε στη φωτιά, έπειτα από διαταγή του άρχοντα των Γότθων Αθανάριχου, επί εποχής του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek